ολοστόλιστος

ολοστόλιστος
η , ο[ν] разукрашенный, в полном убранстве

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολοστόλιστος" в других словарях:

  • ολοστόλιστος — η, ο ο πολύ στολισμένος, καταστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + στολίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γ. Τερτσέτη] …   Dictionary of Greek

  • ολοστόλιστος — η, ο ο ολότελα στολισμένος, καταστόλιστος: Μπήκαμε στην ολοστόλιστη αίθουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»